-
1 περισκελής
II metaph., obstinate, stubborn, ;ἦθος M.Ant.4.28
;χαρακτήρ AP9.578
(Leo Phil.): [comp] Comp.- έστερος Simp. in Epict.p.62
D. Adv. [comp] Comp. -έστερον, φέρειν to bear more unflinchingly, Men.6.3.2 of medicines, harsh, irritating, Hp.Ulc.1 ; ἐλλέβοροι σκληροὶ καὶ π. Thphr.HP9.10.4.3 excessive, violent,καύματα Philoch.171
; ἀὴρ π. ἐφ' ἑκάτερα excessive in heat or cold, Thphr.CP5.14.9, cf. 2.3.3.4 hard, difficult,τὸ π. τῆς τοιαύτης γεωγραφίας Str.14.1.9
, cf.S.E.M.1.39 ;λοξῶν καὶ π. ὄντων τῶν χρησμῶν Corn.ND32
; πρᾶγμα φύσει π. Theon Prog.4.------------------------------------A round the leg: hence περισκελῆ, τά, drawers, LXXEx.28.38(42), Ph.2.157 : sg.,περισκελὲς λινοῦν LXXLe. 16.4
; cf. περισκέλια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκελής
См. также в других словарях:
περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… … Dictionary of Greek